- κονιακοποιός
- οαυτός που παρασκευάζει κονιάκ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κονιακοποιός — ο αυτός που παρασκευάζει κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιάκ + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αμαξο ποιός, ζυθο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κονιακοποιία — η βιομηχανία παραγωγής κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κονιακοποιείο — το εργοστάσιο παραγωγής κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek